ομονοώ

ομονοώ
(ΑΜ ὁμονοῶ, -έω) [ομόνους]
1. έχω τις ίδιες σκέψεις και αντιλήψεις και τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο, συμφωνώ με κάποιον
2. βρίσκομαι σε σύμπνοια, διατηρώ αρμονικές σχέσεις με κάποιον
νεοελλ.-μσν.
1. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι
2. φέρω σε ομόνοια, συμβιβάζω
αρχ.
1. μτφ. ταιριάζω, βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι («αὐλὸς ὁμονοεῑ χοροῑς», Διογ. Αθ.)
2. (το θηλ. πληθ. μτχ.) ὁμονοοῡσαι
χαρακτηρισμός τών Μουσών
3. φρ. «ὁμονοοῡσα ὀλιγαρχία» — ενωμένη ολιγαρχία, σε αντιδιαστολή με τη στασιάζουσα (Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κονκορδάτο — (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη… …   Dictionary of Greek

  • μονοιάζω — (Μ μονοιάζω) βρίσκομαι σε αρμονική συμβίωση ή σε αγαθές σχέσεις με κάποιον, συμφωνώ, ομονοώ («κι όλ οι πλανήτες τ ουρανού την όρεξ ας κινήσου ρηγάδω να μονοιάσουσι, να τόνε πολεμήσου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. συμφιλιώνω ανθρώπους μεταξύ τους («τούς… …   Dictionary of Greek

  • ομονοητικός — ὁμονοητικός, ή, όν (Α) [ομονοώ] 1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια. επίρρ... ὁμονοητικῶς (Α) 1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια… …   Dictionary of Greek

  • συνομονοώ — έω, ΜΑ συμφωνῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμονοῶ «συμφωνώ»] …   Dictionary of Greek

  • μονοιάζω — μόνοιασα, μονοιασμένος 1. αμτβ., αποκαθιστώ τις σχέσεις μου με κάποιον, συμφιλιώνομαι, ομονοώ: Έζησαν μονοιασμένοι μέχρι τα γεράματα. 2. μτβ., κάνω κάποιους να συμφιλιωθούν, συμφιλιώνω: Τους μόνοιασε ένας κοινός τους φίλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”